- πτωχότης
- πτωχότης, ητος, ἡ,A poverty, dub. in Ostr.Strassb.794.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτωχότης — poverty fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχότης — ητος, ἡ, Μ [πτωχός] η ιδιότητα, η κατάσταση τού φτωχού, η φτώχεια … Dictionary of Greek
πτωχότητα — πτωχότης poverty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχότητος — πτωχότης poverty fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek